Το αίνιγμα των πορτρέτων του Φαγιούμ
Με τον όρο πορτραίτα Φαγιούμ εννοείται το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο έως τον 3ο αιώνα από συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως τη σημερινή εποχή. Τα πορτραίτα ανακάλυψε και ανέφερε πρώτος ο Ιταλός περιηγητής Πιέτρο ντελα Βάλλε (Pietro Della Valle) το 1615. Αυτά τα νεκρικά πορτραίτα, προορισμένα για ταφική χρήση, πήραν το όνομά τους από την όαση Φαγιούμ, 85 χλμ νότια του Καΐρου, επειδή εκεί ανακαλύφθηκαν τυχαία τα πρώτα δείγματά τους.
Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας ζωγραφικής, τα πορτρέτα του Φαγιούμ ήρθαν στο φως στα τέλη του περασμένου αιώνα προβληματίζοντας έναν μικρό κύκλο μελετητών και συλλεκτών που έσκυψαν επάνω τους με ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να εξηγήσουν τι κρυβόταν πίσω από τα περίεργα πρόσωπα με τα σφιχτά σφραγισμένα χείλη και τα φλογερά μάτια.
Τα πορτρέτα, που αποδίδουν με ρεαλιστικό τρόπο άλλοτε γυναίκες, άλλοτε άνδρες και άλλοτε παιδιά, κράτησαν το μυστικό τους και, κατά κάποιον τρόπο, τις αποστάσεις τους από το ευρύτερο κοινό. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα εκατό χρόνια για να γίνουν γνωστά στον κόσμο, χωρίς ωστόσο, ακόμη και τώρα, να έχουν κατακτήσει την πλήρη κατανόηση.
Σε αυτό ίσως κάποιο ρόλο πρέπει να έπαιξε το ότι πρόκειται για νεκρικά πορτρέτα, το ότι δηλαδή από την αρχή προορισμός τους ήταν η μελλοντική ζωή: έγιναν για να συνοδεύσουν τον νεκρό στον άγνωστο άλλον κόσμο. Αν τώρα σε αυτό προστεθεί το ότι πρόκειται για ένα επίσης άγνωστο είδος ζωγραφικής που προβλημάτισε ακόμη και τους ειδήμονες ως προς το πού να το εντάξουν, καταλαβαίνουμε γιατί οι νεκρικές προσωπογραφίες του Φαγιούμ είναι ακόμη τυλιγμένες με έναν πέπλο μυστηρίου.
Επί έναν αιώνα τα μεγάλα μουσεία ήταν αναποφάσιστα αν έπρεπε να τις εντάξουν στις αιγυπτιακές, στις κοπτικές ή στις ελληνορωμαϊκές συλλογές τους και το μόνο που έκαναν ήταν να τις παρουσιάζουν ως είδος αξιοπερίεργο, πάντα στο περιθώριο πότε της μιας και πότε της άλλης από αυτές τις συλλογές.
Σήμερα μας είναι γνωστά περισσότερα από 1.000 πορτρέτα του Φαγιούμ που βρίσκονται σκορπισμένα σε μεγάλα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Πρόκειται για το μεγαλύτερο corpus ζωγραφικής που έφθασε στις ημέρες μας από την αρχαιότητα.
Τα περισσότερα από τα πορτρέτα αυτά προέρχονται από την περιοχή του Φαγιούμ, ένα νομό της αρχαίας Αιγύπτου που κάλυπτε μια μεγάλη και εύφορη κοιλάδα κάπου 60 χιλιόμετρα νοτίως του Καΐρου, στη δυτική όχθη του Νείλου.
Από τους αρχαίους χρόνους η περιοχή του Φαγιούμ ονομαζόταν «ο κήπος της Αιγύπτου» για την οργιαστική βλάστησή της. Ήταν μια πλούσια κοιλάδα που φάνταζε σαν όαση στη σιωπή της απέραντης ερήμου.
Στο κέντρο της κοιλάδας που θυμίζει μια φυσική λεκάνη βρισκόταν η λίμνη Μοίριδα, που έμοιαζε με θάλασσα όταν τα καλοκαίρια ξεχείλιζε ο Νείλος και τα νερά του πλημμύριζαν την περιοχή.
Όταν τα νερά αποσύρονταν, οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα υψηλότερα σημεία της κοιλάδας καλλιεργούσαν την εύφορη γη. Οι πόλεις ήταν κτισμένες στις παρυφές των λόφων που ζώνουν το Φαγιούμ και εκεί κοντά οι άνθρωποι συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Πολύ παλιά, στον 19ο αιώνα π.Χ., ο Φαραώ Αμενεμχάτ Γ’ έκτισε την πυραμίδα του στη Χαουάρα του Φαγιούμ και άνοιξε κανάλια προσπαθώντας να ελέγξει τη ροή των νερών για να προστατεύσει την κοιλάδα από τις πλημμύρες. Φαίνεται όμως ότι οι προσπάθειές του δεν πέτυχαν και το μέρος ξεχάστηκε.
Η δεύτερη περίοδος άνθησης του Φαγιούμ ήρθε στα ελληνιστικά χρόνια, όταν στην Αλεξάνδρεια βασίλευε ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος. Ο Φιλάδελφος λοιπόν έδωσε στο Φαγιούμ το όνομα της αδελφής και συζύγου του Αρσινόης και ονόμασε την πόλη που έκτισε εκεί Φιλαδέλφεια. Η κοιλάδα εξακολουθούσε να είναι εύφορη και τώρα κοντά στους Αιγυπτίους ζούσαν αρμονικά Έλληνες, Σύριοι, Ρωμαίοι, Νούβιοι και Εβραίοι.
Ήταν μια πολυεθνική κοινωνία, δεκτική στα διαφορετικά ήθη που προέρχονταν από άλλους τόπους και άλλες φυλές. Οι πλούσιες τάξεις των γαιοκτημόνων και των εμπόρων ζούσαν στις παρυφές της «λεκάνης» του Φαγιούμ και οι Αιγύπτιοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης.
Όπως και στην υπόλοιπη Αίγυπτο, αυτά τα χρόνια οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά. Εξακολουθούσαν όμως να λατρεύουν τους αιγυπτίους θεούς και να διατηρούν τα παλιά θρησκευτικά έθιμα. Το Φαγιούμ γνώρισε σε αυτήν την περίοδο μεγάλη άνθηση, που συνεχίστηκε και στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας.
Τελικά, οι φόροι που επέβαλλαν οι Ρωμαίοι έπληξαν κατά κύριο λόγο τους πλούσιους γαιοκτήμονες, που σιγά σιγά εγκατέλειψαν την περιοχή, η οποία στη συνέχεια σκεπάστηκε από την άμμο που οι άνεμοι έφερναν από την έρημο. Έτσι η κοιλάδα του Φαγιούμ ξεχάστηκε για μία ακόμη φορά και μαζί οι κάτοικοί της, τα έργα τους και οι συνήθειές τους.
Μια «βιομηχανία θανάτου»
Το Φαγιούμ βγήκε ξαφνικά από τη λήθη στα τέλη του περασμένου αιώνα, όταν ένας αυστριακός έμπορος έργων τέχνης παρουσίασε στις αγορές της Ευρώπης τα παράξενα νεκρικά πορτρέτα που, όπως ισχυρίστηκε, προέρχονταν από την Αίγυπτο και ειδικότερα από την περιοχή του Φαγιούμ.
Περίπου την ίδια εποχή οι ανασκαφές του Βρετανού W. Μ. Flinders Petrie αλλά και άλλων αρχαιολόγων επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του Αυστριακού για τις μούμιες που ήταν θαμμένες στο Φαγιούμ και οι οποίες είχαν ενσωματωμένα στο ύψος του προσώπου πορτρέτα ζωγραφισμένα σε ξύλο ή επάνω στο λινό σάβανο.
Η ζωγραφική ήταν ρεαλιστική και δεν είχε καμία σχέση με την ως τότε γνωστή αιγυπτιακή παράδοση. Ορισμένα από αυτά τα πορτρέτα είναι ζωγραφισμένα με τέμπερα και άλλα με τη μέθοδο της εγκαυστικής ενώ σε λίγες μούμιες αποδίδεται ζωγραφικά ολόσωμος ο νεκρός.
Αν και τα ίδια τα πρόσωπα που απεικονίζονται κρατάνε σφιχτά σφραγισμένα τα χείλη τους για την ιστορία που εκτυλίχθηκε στο Φαγιούμ όταν μετά τους Έλληνες πήραν την εξουσία στην Αίγυπτο οι Ρωμαίοι, οι έρευνες των τελευταίων ιδίως χρόνων αρχίζουν να φωτίζουν τις άγνωστες πτυχές και σιγά σιγά η εικόνα συμπληρώνεται.
Στους πρώτους τρεις αιώνες λοιπόν της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, στις νεκροπόλεις που βρίσκονταν έξω από τις πόλεις ανθούσε μια «βιομηχανία θανάτου» που απασχολούσε ένα μεγάλο αριθμό Αιγυπτίων οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι εκεί με τις οικογένειές τους. Το φαινόμενο δεν ήταν νέο. Οι κοινωνίες αυτές που ασχολούνταν με τον θάνατο υπήρχαν πάντα έξω από τις πύλες των αιγυπτιακών πόλεων από την εποχή των πρώτων Φαραώ.
Όταν μεταφέρονταν εκεί οι νεκροί, παραδίδονταν κατ’ αρχήν στους ταριχευτές, οι οποίοι ξεκινούσαν αμέσως τη μακρόχρονη διαδικασία της ταρίχευσης, που υπολογίζεται ότι διαρκούσε 70 περίπου ημέρες. Σε αυτό το διάστημα οι ιερείς έκαναν τελετουργίες, διάβαζαν ιερά κείμενα και γενικά παρακολουθούσαν όλα τα στάδια της προετοιμασίας του νεκρού ως την ταφή.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ενσωμάτωναν στις μούμιες τα νεκρικά πορτρέτα και τις κατέβαζαν με σχοινιά σε βαθιά πηγάδια όπου η ξηρασία της αιγυπτιακής γης τις διατήρησε άθικτες ως τις ημέρες μας.
Όπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε στο μεγάλο νεκροταφείο της αρχαίας Αλεξάνδρειας, έτσι και εδώ υπήρχαν συμφωνίες για τις θέσεις των τάφων που ήταν καθορισμένες, όπως καθορισμένο ήταν και το έργο της κάθε συντεχνίας σε αυτήν την κοινωνία που απασχολούνταν αποκλειστικά με τη μετά θάνατον ζωή. Η ταρίχευση των νεκρών ήταν στην Αίγυπτο μια πανάρχαια και μακρόχρονη διαδικασία που συνεχίστηκε και στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας με την προσθήκη νέων ηθών. Μια τέτοια καινοτομία ήταν η εμφάνιση των προσωπογραφιών που συνόδευαν τη μούμια στον άλλον κόσμο.
Σήμερα είναι σχεδόν βέβαιον ότι πολλά από τα πορτρέτα αυτά είχαν γίνει όταν ακόμη ο άνθρωπος βρισκόταν εν ζωή. Οι προσωπογραφίες φυλάσσονταν στα σπίτια και ίσως να είχαν διακοσμητική χρήση, όπως γίνεται και σήμερα. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί ακόμη και τα πλαίσια με τα οποία κρεμούσαν τις προσωπογραφίες στον τοίχο όσο ζούσε ακόμη ο άνθρωπος που απεικόνιζαν ενώ ακτινογραφίες έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι η ηλικία του νεκρού δεν αντιστοιχούσε πάντα στην ηλικία του ειδώλου του πορτρέτου.
Αν και τα πορτρέτα χρονολογούνται στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, μια εποχή δηλαδή όπου ανθούσε ακόμη το ελληνικό στοιχείο, οι φυσιογνωμίες συχνά δεν έχουν τίποτα το ελληνικό και μόνο η τεχνοτροπία και ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίον αποδίδονται οι μορφές μας υποδεικνύουν ότι οι ρίζες αυτής της ζωγραφικής βρίσκονται στη σχολή της Αλεξάνδρειας και είναι ελληνικές.
Τα πρόσωπα των πορτρέτων ανήκουν αναμφίβολα στην άρχουσα τάξη των οικογενειών των Ρωμαίων και των Ελλήνων γαιοκτημόνων και εμπόρων αλλά και σε όσους άλλους είχαν την οικονομική άνεση να εξασφαλίσουν την αθανασία με την απεικόνιση της μορφής τους στη μούμια τους. Έτσι το κοινό στοιχείο στα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι η μοναδική ποιότητα της τέχνης που υπερβαίνει τους όποιους φυλετικούς, μορφολογικούς ή και πολιτισμικούς φραγμούς.
Πηγές